Ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας, καὶ ἡ κυρ’ Ἀγγέλω ἀπὸ τὶς γιαγιᾶδες της καὶ τὸν παπποῦ τῆς ἐπίσης (ἐγὼ δὲν γνώρισα κανέναν ἀπὸ τοὺς δικούς μου, ἀλλὰ ὅλη τὴ ζωή μου, τοῦς σκέφτομαι κάθε μέρα), μάθαμε, σὰν χωριᾶτες ποὺ ἦσαν καὶ – ὅσοι ἀκόμα ζοῦμε – ἀκόμα εἴμαστε, καὶ ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ καὶ ΞΕΡΟΚΕΦΑΛΟΙ μάλιστα, ὅτι οἱ ἄντρες πρέπει νὰ εἶναι ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΟΙ, καὶ αἱ γυναῖκες, ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΔΕΣ. Τώρα, ὅλοι γνωρίζουμεν ὅτι αἱ ἐποχαὶ ἀλλάζουν, καὶ αἱ κυριαρχοῦσαι ἀξίαι ἀλλάζουν, εἴτε ἀρέσει, εἴτε οὐ (καὶ εἰς ἐμᾶς ΔΕΝ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ. ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΑΣ, ὅμως, ΞΥΔΙ!) Οἱ νεώτεροι, φυσικά, θὰ πᾶνε ΜΠΡΟΣΤΑ, αὐτοὶ πρέπει νὰ βροῦνε τὸν δικό τους Δρόμο, καὶ οὔτε θέλουμεν νὰ ποῦμε σὲ κανέναν πὼς νὰ ζήσῃ τὴ ζωή του, καὶ οὔτε ὅτι τὰ δικά μας τὰ γοῦστα γενικῶς ἔχουν κάποια σχέσι μὲ τὸν περισσότερο κόσμον σήμερα (και ἀσφαλῶς δὲν μπαίνουμε καὶ δὲν θὰ μποῦμε ποτὲς ἄμεσα στὸ πολιτικό, πόσῳ μᾶλλον στὴν πολιτική). Οἱ νεώτεροι νὰ μὴν φοβοῦνται, νὰ μὴν ἀπογοητεύονται. Ἡ Ῥάτσα μας, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Καζαντζάκης, εἶναι Φοβερή, μὲ ὅλα τὰ καλά της, καὶ τὰ λίαν ἐφιαλτικά της, καὶ ὁ Πολιτισμός μας, ἀκόμα πιὸ Φοβερός. Ἀλλὰ χωρὶς Πατρίδα, χωρὶς Θρησκεία, χωρὶς Οἰκογένεια (πέστε το μ’ ἄλλες λέξεις, τὸ ἴδιο πρᾶγμα κάμνει) – (Σύνορα, Γλῶσσα, συντονισμὲνη καὶ ἀποτελεσματικὴ Συλλογικὴ Δρᾶσις) (ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ προσωπικὴ τε καὶ συλλογικὴ) – ΔΕΝ ὙΠΑΡΧΕΙ ΟΥΔΕΜΙΑ ΕΛΠΙΣ ΕΠΙΒΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ἙΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ὩΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΟΣ ΠΟΥΘΕΝΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ. ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΟΥΘΕΝΑ.